- συννηστευόντων
- σύν-νηστεύωfastpres part act masc/neut gen plσύν-νηστεύωfastpres imperat act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεύχομαι — ΜΑ προσεύχομαι μαζί με άλλους («ἡμῶν συνευχομένων καὶ συννηστευόντων αὐτοῑς», Ιουστίν.) … Dictionary of Greek